πιγμέντο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιγμέντο τα πιγμέντα
      γενική του πιγμέντου των πιγμέντων
    αιτιατική το πιγμέντο τα πιγμέντα
     κλητική πιγμέντο πιγμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιγμέντο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pigment < λατινική pigmentum < pingo

Ουσιαστικό

πιγμέντο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.