πήχτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πήχτρα οι πήχτρες
      γενική της πήχτρας
    αιτιατική την πήχτρα τις πήχτρες
     κλητική πήχτρα πήχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πήχτρα < πήζω + -τρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.xtra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πήχτρα

Ουσιαστικό

πήχτρα θηλυκό

Επίρρημα

πήχτρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.