πετάμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετάμενος η πετάμενη το πετάμενο
      γενική του πετάμενου της πετάμενης του πετάμενου
    αιτιατική τον πετάμενο την πετάμενη το πετάμενο
     κλητική πετάμενε πετάμενη πετάμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετάμενοι οι πετάμενες τα πετάμενα
      γενική των πετάμενων των πετάμενων των πετάμενων
    αιτιατική τους πετάμενους τις πετάμενες τα πετάμενα
     κλητική πετάμενοι πετάμενες πετάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πετάμενος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

πετάμενος

  1. που πετάει (που ίπταται)
    πουλί πετάμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.