φτερουγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
φτερουγίζω και φτερουγώ, πρτ.: φτερούγιζα, στ.μέλλ.: θα φτερουγίσω, αόρ.: φτερούγισα
- πετώ, κουνώ τα φτερά μου
- (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα ψυχικού πόνου ή ξαφνικής χαράς
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτερουγίζω | φτερούγιζα | θα φτερουγίζω | να φτερουγίζω | φτερουγίζοντας | |
| β' ενικ. | φτερουγίζεις | φτερούγιζες | θα φτερουγίζεις | να φτερουγίζεις | φτερούγιζε | |
| γ' ενικ. | φτερουγίζει | φτερούγιζε | θα φτερουγίζει | να φτερουγίζει | ||
| α' πληθ. | φτερουγίζουμε | φτερουγίζαμε | θα φτερουγίζουμε | να φτερουγίζουμε | ||
| β' πληθ. | φτερουγίζετε | φτερουγίζατε | θα φτερουγίζετε | να φτερουγίζετε | φτερουγίζετε | |
| γ' πληθ. | φτερουγίζουν(ε) | φτερούγιζαν φτερουγίζαν(ε) |
θα φτερουγίζουν(ε) | να φτερουγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φτερούγισα | θα φτερουγίσω | να φτερουγίσω | φτερουγίσει | ||
| β' ενικ. | φτερούγισες | θα φτερουγίσεις | να φτερουγίσεις | φτερούγισε | ||
| γ' ενικ. | φτερούγισε | θα φτερουγίσει | να φτερουγίσει | |||
| α' πληθ. | φτερουγίσαμε | θα φτερουγίσουμε | να φτερουγίσουμε | |||
| β' πληθ. | φτερουγίσατε | θα φτερουγίσετε | να φτερουγίσετε | φτερουγίστε | ||
| γ' πληθ. | φτερούγισαν φτερουγίσαν(ε) |
θα φτερουγίσουν(ε) | να φτερουγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φτερουγίσει | είχα φτερουγίσει | θα έχω φτερουγίσει | να έχω φτερουγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φτερουγίσει | είχες φτερουγίσει | θα έχεις φτερουγίσει | να έχεις φτερουγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φτερουγίσει | είχε φτερουγίσει | θα έχει φτερουγίσει | να έχει φτερουγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτερουγίσει | είχαμε φτερουγίσει | θα έχουμε φτερουγίσει | να έχουμε φτερουγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φτερουγίσει | είχατε φτερουγίσει | θα έχετε φτερουγίσει | να έχετε φτερουγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φτερουγίσει | είχαν φτερουγίσει | θα έχουν φτερουγίσει | να έχουν φτερουγίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.