πετούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετούμενος η πετούμενη το πετούμενο
      γενική του πετούμενου της πετούμενης του πετούμενου
    αιτιατική τον πετούμενο την πετούμενη το πετούμενο
     κλητική πετούμενε πετούμενη πετούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετούμενοι οι πετούμενες τα πετούμενα
      γενική των πετούμενων των πετούμενων των πετούμενων
    αιτιατική τους πετούμενους τις πετούμενες τα πετούμενα
     κλητική πετούμενοι πετούμενες πετούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πετούμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.