παπλωματάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπλωματάδικο | τα | παπλωματάδικα |
| γενική | του | παπλωματάδικου | των | παπλωματάδικων |
| αιτιατική | το | παπλωματάδικο | τα | παπλωματάδικα |
| κλητική | παπλωματάδικο | παπλωματάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπλωματάδικο < πάπλωμα
Ουσιαστικό
παπλωματάδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις
παπλωματάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.