παπλωματού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπλωματού οι παπλωματούδες
      γενική της παπλωματούς των παπλωματούδων
    αιτιατική την παπλωματού τις παπλωματούδες
     κλητική παπλωματού παπλωματούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπλωματού < παπλωματ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.plo.maˈtu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παπλωματού

Ουσιαστικό

παπλωματού θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.