εφάπλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφάπλωμα τα εφαπλώματα
      γενική του εφαπλώματος των εφαπλωμάτων
    αιτιατική το εφάπλωμα τα εφαπλώματα
     κλητική εφάπλωμα εφαπλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφάπλωμα < μεσαιωνική ελληνική εφάπλωμα

Ουσιαστικό

εφάπλωμα ουδέτερο

  • (λόγιο) το πάπλωμα
      Έναντι του καναπέ υπήρχε μία μεσάνδρα (μεγάλο ντουλάπι εντός του τοίχου), όπου εφυλάσσοντο καινουργή στρώματα, εφαπλώματα, μαξιλάρια, έτοιμα να στρωθούν εις την ιδίαν αίθουσαν, διά τον ύπνον παντός φιλοξενουμένου. (Χρύσανθος (Αρχιεπισκ. Αθηνών), Βιογραφικές αναμνήσεις, τόμος 1, 1970, σελ. 14)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.