πάκτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πάκτωση | οι | πακτώσεις |
| γενική | της | πάκτωσης* | των | πακτώσεων |
| αιτιατική | την | πάκτωση | τις | πακτώσεις |
| κλητική | πάκτωση | πακτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πακτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.kto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐κτω‐ση
Ετυμολογία 1
- πάκτωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πάκτωσις < πακτόω (στερεώνω, καλαφατίζω) [1]
Ουσιαστικό
πάκτωση θηλυκό
- η εργασία του πακτώνω (στη σημασία: στερεώνω), στερέωση οικοδομικού στοιχείου όπως με εντοιχισμό
Μεταφράσεις
πάκτωση
|
Ετυμολογία 2
- πάκτωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πάκτωσις[1] < πακτώνω (εκμισθώνω ή μισθώνω γη) > (ελληνιστική κοινή) πάκτον < λατινική pactum (σύμβαση)
Μεταφράσεις
ενοικίωση αγροτικής γης
|
|
Αναφορές
- πάκτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «πάκτωσις 2)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.