πάκτωσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πάκτωσις | αἱ | πακτώσεις | ||||
| γενική | τῆς | πακτώσεως | τῶν | πακτώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | πακτώσει | ταῖς | πακτώσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πάκτωσιν | τὰς | πακτώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | πάκτωσι | πακτώσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πάκτωσις θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πακτώνω
Αναφορές
- «πακτώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πάκτωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πάκτωσῐς | αἱ | πακτώσεις | ||||
| γενική | τῆς | πακτώσεως | τῶν | πακτώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | πακτώσει | ταῖς | πακτώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πάκτωσῐν | τὰς | πακτώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | πάκτωσῐ | πακτώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πακτώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πακτωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πάκτωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πακτόω / πακτ(ῶ) (στερεώνω, καλαφατίζω) + -σις
- Δε σχετίζεται το μεσαιωνικό πάκτωσις.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πακτόω
Πηγές
- πάκτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.