οφίκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οφίκιο | τα | οφίκια |
| γενική | του | οφικίου & οφίκιου |
των | οφικίων |
| αιτιατική | το | οφίκιο | τα | οφίκια |
| κλητική | οφίκιο | οφίκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οφίκιο < ελληνιστική κοινή ὀφφίκιον < λατινική officium < opus / ops + facio
Ουσιαστικό
οφίκιο ουδέτερο
- (θρησκεία) είδος αξιώματος που απονέμει ο πατριάρχης σε ανθρώπους που έχουν προσφέρει στην εκκλησία
- Σε «Άρχοντα Κουροπαλάτη της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» χειροθετήθηκε ο επιχειρηματίας Δημήτριος Μελισσανίδης. Το οφίκιο του Άρχοντος Κουραπαλάτου, το οποίο ως αξίωμα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνδεόταν με σημαντικές ευθύνες στο Παλάτι, απονέμεται για πρώτη φορά μετά το 1453. (*)
- (ειρωνικό, μειωτικό) θέση ή αξίωμα που δίνεται με τρόπο αναξιοκρατικό και μεροληπτικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.