αναξιοκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναξιοκρατικός η αναξιοκρατική το αναξιοκρατικό
      γενική του αναξιοκρατικού της αναξιοκρατικής του αναξιοκρατικού
    αιτιατική τον αναξιοκρατικό την αναξιοκρατική το αναξιοκρατικό
     κλητική αναξιοκρατικέ αναξιοκρατική αναξιοκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναξιοκρατικοί οι αναξιοκρατικές τα αναξιοκρατικά
      γενική των αναξιοκρατικών των αναξιοκρατικών των αναξιοκρατικών
    αιτιατική τους αναξιοκρατικούς τις αναξιοκρατικές τα αναξιοκρατικά
     κλητική αναξιοκρατικοί αναξιοκρατικές αναξιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναξιοκρατικός < αναξιοκρατία

Επίθετο

αναξιοκρατικός

  1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά της αναξιοκρατίας, που δεν εκφράζει το ηθικό αλλά και συμφέρον σύστημα της ανταμοιβής του άξιου, αλλά στηρίζει τον ανάξιο, τον ανίκανο
    αναξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων
    αναξιοκρατικές μεταθέσεις
    αναξιοκρατικές οι διαδικασίες αξιολόγησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.