οφίτσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
| γενική | του | οφίτσιου | των | οφίτσιων |
| αιτιατική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
| κλητική | οφίτσιο | οφίτσια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οφίτσιο < (ελληνιστική κοινή) ὀφφίκιον < λατινική officium < opus / ops + facio
Εκφράσεις
- εξ οφίτσιο:
Μεταφράσεις
οφίτσιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.