ουαλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουαλικός | η | ουαλική | το | ουαλικό |
| γενική | του | ουαλικού | της | ουαλικής | του | ουαλικού |
| αιτιατική | τον | ουαλικό | την | ουαλική | το | ουαλικό |
| κλητική | ουαλικέ | ουαλική | ουαλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουαλικοί | οι | ουαλικές | τα | ουαλικά |
| γενική | των | ουαλικών | των | ουαλικών | των | ουαλικών |
| αιτιατική | τους | ουαλικούς | τις | ουαλικές | τα | ουαλικά |
| κλητική | ουαλικοί | ουαλικές | ουαλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουαλικός < Ουαλία
Μεταφράσεις
ουαλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.