οστεοαρχαιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοαρχαιολογία οι οστεοαρχαιολογίες
      γενική της οστεοαρχαιολογίας των οστεοαρχαιολογιών
    αιτιατική την οστεοαρχαιολογία τις οστεοαρχαιολογίες
     κλητική οστεοαρχαιολογία οστεοαρχαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστεοαρχαιολογία < οστεο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoarchaeology Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ste.o.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οστεοαρχαιολογία

Ουσιαστικό

οστεοαρχαιολογία θηλυκό

  • (αρχαιολογία) ο κλάδος της επιστημονικής μελέτης των ανθρώπινων οστών σε αρχαιολογικούς χώρους
      Η ελονοσία, με πιθανό της λίκνο την τροπική Αφρική, σημάδεψε βαθειά την ιστορία της Ελλάδας όπως και άλλων Μεσογειακών χωρών. Μία εκτεταμένη μελέτη οστεοαρχαιολογίας διερεύνησε την παρουσία πορώδους υπεροστέωσης διαχρονικά σε 2.443 σκελετούς που προέρχονταν από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία από την παλαιολιθική εποχή μέχρι και τον 19ο αιώνα.
    Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, Η επίδραση της ειδικής σε συνάρτηση με την ηλικία και το φύλο θνησιμότητας στο προσδόκιμο επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής, 1997, σελ. 30
      Η κυρία Μέρφι είναι βιοαρχαιολόγος, ασχολείται δηλαδή με την επιστημονική μελέτη των ανθρώπινων υπολειμμάτων που βρίσκονται σε αρχαιολογικές ανασκαφές (η ειδικότητα αυτή ονομάζεται επίσης οστεοαρχαιολογία ή παλαιο-οστεολογία).
    Ο «πρώτος» Ίνκα που σκοτώθηκε από σφαίρα, Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου 2008
      Στους αρχαιολόγους, στους συντηρητές, στους ιστορικούς τέχνης, στους αρχιτέκτονες και τους γεωφυσικούς προστίθενται τώρα επιστήμονες από πεδία με ασυνήθιστους και συναρπαστικούς τίτλους, όπως αρχαιομετρία, βιομοριακή αρχαιολογία, οστεοαρχαιολογία, παλαιοανθρωπολογία κ.λπ.
    Τι περιμένουμε τώρα από την Αμφίπολη, Πρώτο Θέμα, 7 Νοεμβρίου 2014

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.