παλαιοανθρωπολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλαιοανθρωπολογία | οι | παλαιοανθρωπολογίες |
| γενική | της | παλαιοανθρωπολογίας | των | παλαιοανθρωπολογιών |
| αιτιατική | την | παλαιοανθρωπολογία | τις | παλαιοανθρωπολογίες |
| κλητική | παλαιοανθρωπολογία | παλαιοανθρωπολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιοανθρωπολογία < παλαιο- + ανθρωπολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
παλαιοανθρωπολογία θηλυκό
- κλάδος της παλαιοντολογίας που μελετά την εμφάνιση και εξέλιξη του ανθρώπου, κυρίως μέσα από την εξέταση απολιθωμάτων σκελετών και οστών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.