παλαιοπαθολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλαιοπαθολογία | οι | παλαιοπαθολογίες |
| γενική | της | παλαιοπαθολογίας | των | παλαιοπαθολογιών |
| αιτιατική | την | παλαιοπαθολογία | τις | παλαιοπαθολογίες |
| κλητική | παλαιοπαθολογία | παλαιοπαθολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παλαιοπαθολογία θηλυκό
- (αρχαιολογία) επιστήμη που μελετά αρχαίους σκελετούς, οστά, δόντια, ιστούς και, γενικά, τα διάφορα υπολείμματα οργανισμών, αναφορικά με τον εντοπισμό παθολογικών αλλοιώσεων, τραυμάτων ή ίχνη από ασθένειες, καθώς και τον καθορισμό των διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.