βιοαρχαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοαρχαιολογία | οι | βιοαρχαιολογίες |
| γενική | της | βιοαρχαιολογίας | των | βιοαρχαιολογιών |
| αιτιατική | τη | βιοαρχαιολογία | τις | βιοαρχαιολογίες |
| κλητική | βιοαρχαιολογία | βιοαρχαιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιοαρχαιολογία < βιο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioarchaeology• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.o.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐αρ‐χαι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
βιοαρχαιολογία θηλυκό
- κλάδος της αρχαιολογίας ο οποίος πραγματοποιεί βιολογικές μελέτες σε σκελετούς έμβιων όντων σε αρχαιολογικές ανασκαφές
- ※ Η βιοαρχαιολογία επικεντρώνεται στη βιολογική συνιστώσα του ανθρώπου και παρέχει δημογραφικές πληροφορίες, στοιχεία για τον τρόπο ζωής, πληροφορίες για τις ασθένειες, τον τρόπο διατροφής και θανάτου του.
- Ματθαίος Τσιμιτάκης, Βιοαρχαιολογία, μια νέα επιστήμη γεννιέται, Η Καθημερινή, 3 Μαΐου 2008
- ※ Η βιοαρχαιολογία επικεντρώνεται στη βιολογική συνιστώσα του ανθρώπου και παρέχει δημογραφικές πληροφορίες, στοιχεία για τον τρόπο ζωής, πληροφορίες για τις ασθένειες, τον τρόπο διατροφής και θανάτου του.
Πηγές
- βιοαρχαιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.