αρχαιομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρχαιομετρία | οι | αρχαιομετρίες |
| γενική | της | αρχαιομετρίας | των | αρχαιομετριών |
| αιτιατική | την | αρχαιομετρία | τις | αρχαιομετρίες |
| κλητική | αρχαιομετρία | αρχαιομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρχαιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική archaeometry < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + μέτρον
Ουσιαστικό
αρχαιομετρία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος, που με τη χρήση διαφόρων στατιστικών μεθόδων και πρακτικών συμβάλλει στην αρχαιολογική έρευνα ή χρονολόγηση ευρημάτων
Μεταφράσεις
αρχαιομετρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.