οστεοαρθρίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοαρθρίτιδα οι οστεοαρθρίτιδες
      γενική της οστεοαρθρίτιδας των οστεοαρθρίτιδων
    αιτιατική την οστεοαρθρίτιδα τις οστεοαρθρίτιδες
     κλητική οστεοαρθρίτιδα οστεοαρθρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστεοαρθρίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀστεοαρθρ(ῖτις) + -ίτιδα στη δημοτική. λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéoarthrite < ostéo- (αρχαία ελληνική ὀστοῦν) + arthrite (ελληνιστική κοινή) ἀρθρῖτις,[1] (αρχαία ελληνική ἄρθρον). Συγχρονικά αναλύεται σε οστεο- + αρθρίτιδα.

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ste.o.aɾˈθɾi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οστεοαρθρίτιδα

Ουσιαστικό

οστεοαρθρίτιδα θηλυκό [2]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις οστό, αρθρίτιδα και άρθρωση

Μεταφράσεις

  1. οστεοαρθρίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οστεοαρθρίτιδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.