οσμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οσμισμένος | η | οσμισμένη | το | οσμισμένο |
| γενική | του | οσμισμένου | της | οσμισμένης | του | οσμισμένου |
| αιτιατική | τον | οσμισμένο | την | οσμισμένη | το | οσμισμένο |
| κλητική | οσμισμένε | οσμισμένη | οσμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οσμισμένοι | οι | οσμισμένες | τα | οσμισμένα |
| γενική | των | οσμισμένων | των | οσμισμένων | των | οσμισμένων |
| αιτιατική | τους | οσμισμένους | τις | οσμισμένες | τα | οσμισμένα |
| κλητική | οσμισμένοι | οσμισμένες | οσμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οσμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οσμίζομαι
Μεταφράσεις
οσμισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.