οροσήμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροσήμανση οι οροσημάνσεις
      γενική της οροσήμανσης* των οροσημάνσεων
    αιτιατική την οροσήμανση τις οροσημάνσεις
     κλητική οροσήμανση οροσημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οροσημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οροσήμανση < καθαρεύουσα ὁροσήμανσις < αρχαία ελληνική ὅρος (σύνορο γης) + σήμανσις

Ουσιαστικό

οροσήμανση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.