σήμανσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σήμανσῐς αἱ σημάνσεις
      γενική τῆς σημάνσεως τῶν σημάνσεων
      δοτική τῇ σημάνσει ταῖς σημάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σήμανσῐν τὰς σημάνσεις
     κλητική ! σήμανσῐ σημάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σημάνσει
γεν-δοτ τοῖν  σημανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σήμανσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -σις

Ουσιαστικό

σήμανσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. σήμανση, σημάδεμα
  2. συνώνυμο του σημασία

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.