ορολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ορολόγος | οι | ορολόγοι |
| γενική | του/της | ορολόγου | των | ορολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ορολόγο | τους/τις | ορολόγους |
| κλητική | ορολόγε | ορολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορολόγος < ορολογ(ία) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terminologist Μορφολογικά αναλύεται σε ορο- (ο όρος) + -λόγος
Συγγενικά
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.