ορολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορολογικός η ορολογική το ορολογικό
      γενική του ορολογικού της ορολογικής του ορολογικού
    αιτιατική τον ορολογικό την ορολογική το ορολογικό
     κλητική ορολογικέ ορολογική ορολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορολογικοί οι ορολογικές τα ορολογικά
      γενική των ορολογικών των ορολογικών των ορολογικών
    αιτιατική τους ορολογικούς τις ορολογικές τα ορολογικά
     κλητική ορολογικοί ορολογικές ορολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορολογικός < ορολογ(ί) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορολογικός

Επίθετο

ορολογικός

  1. που έχει σχέση με την ορολογία (τους όρους) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με την ορολογία, τον ορό του αίματος ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ορολογική εξέταση αίματος.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ορολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.