ορολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορολογικός | η | ορολογική | το | ορολογικό |
| γενική | του | ορολογικού | της | ορολογικής | του | ορολογικού |
| αιτιατική | τον | ορολογικό | την | ορολογική | το | ορολογικό |
| κλητική | ορολογικέ | ορολογική | ορολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορολογικοί | οι | ορολογικές | τα | ορολογικά |
| γενική | των | ορολογικών | των | ορολογικών | των | ορολογικών |
| αιτιατική | τους | ορολογικούς | τις | ορολογικές | τα | ορολογικά |
| κλητική | ορολογικοί | ορολογικές | ορολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
ορολογικός
Μεταφράσεις
που έχει σχέση με την ορολογία (τους όρους)
|
που έχει σχέση με την ορολογία (τους ορούς)
|
|
Πηγές
- ορολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.