οριζοντιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οριζοντιωμένος | η | οριζοντιωμένη | το | οριζοντιωμένο |
| γενική | του | οριζοντιωμένου | της | οριζοντιωμένης | του | οριζοντιωμένου |
| αιτιατική | τον | οριζοντιωμένο | την | οριζοντιωμένη | το | οριζοντιωμένο |
| κλητική | οριζοντιωμένε | οριζοντιωμένη | οριζοντιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οριζοντιωμένοι | οι | οριζοντιωμένες | τα | οριζοντιωμένα |
| γενική | των | οριζοντιωμένων | των | οριζοντιωμένων | των | οριζοντιωμένων |
| αιτιατική | τους | οριζοντιωμένους | τις | οριζοντιωμένες | τα | οριζοντιωμένα |
| κλητική | οριζοντιωμένοι | οριζοντιωμένες | οριζοντιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
οριζοντιωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.