οριζοντίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οριζοντίωση | οι | οριζοντιώσεις |
| γενική | της | οριζοντίωσης* | των | οριζοντιώσεων |
| αιτιατική | την | οριζοντίωση | τις | οριζοντιώσεις |
| κλητική | οριζοντίωση | οριζοντιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οριζοντιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οριζοντίωση < οριζοντιώνω + -ση < οριζόντιος + -ώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική horizontal < αρχαία ελληνική ὁρίζων < ὁρίζω < ὅρος < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw-
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾi.zonˈdi.o.si/
Ουσιαστικό
οριζοντίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω, η τοποθέτηση σε οριζόντια θέση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οριζοντιώνω, οριζόντιος, ορίζοντας και όρος
Μεταφράσεις
οριζοντίωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.