οριζοντιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

οριζοντιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οριζοντιώνω
  2. θα οριζοντιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οριζοντιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οριζοντιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οριζοντίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.