ορθοστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθοστάτης οι ορθοστάτες
      γενική του ορθοστάτη των ορθοστατών
    αιτιατική τον ορθοστάτη τους ορθοστάτες
     κλητική ορθοστάτη ορθοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθοστάτης < αρχαία ελληνική ὀρθοστάτης

Ουσιαστικό

ορθοστάτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.