ορθοστάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ορθοστάτης | οι | ορθοστάτες |
| γενική | του | ορθοστάτη | των | ορθοστατών |
| αιτιατική | τον | ορθοστάτη | τους | ορθοστάτες |
| κλητική | ορθοστάτη | ορθοστάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορθοστάτης < αρχαία ελληνική ὀρθοστάτης
Ουσιαστικό
ορθοστάτης αρσενικό
- στύλος ή άλλο αντικείμενο παρόμοιου σχήματος που τοποθετείται καθέτως και στηρίζει ή στερεώνει κάτι, όπως μια σκηνή για κάμπινγκ ή τα ράφια μιας βιβλιοθήκης
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ορθοστασία, ορθός και στάση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.