οπτάνθρακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτάνθρακας οι οπτάνθρακες
      γενική του οπτάνθρακα των οπτανθράκων
    αιτιατική τον οπτάνθρακα τους οπτάνθρακες
     κλητική οπτάνθρακα οπτάνθρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπτάνθρακας < οπτός + άνθρακας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coke)

Ουσιαστικό

οπτάνθρακας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.