οπλιταγωγό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οπλιταγωγό | τα | οπλιταγωγά |
| γενική | του | οπλιταγωγού | των | οπλιταγωγών |
| αιτιατική | το | οπλιταγωγό | τα | οπλιταγωγά |
| κλητική | οπλιταγωγό | οπλιταγωγά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπλιταγωγό < αρχαία ελληνική ὁπλιταγωγόν, ουδέτερο του ὁπλιταγωγός < ὁπλίτης + ἄγω
Ουσιαστικό
οπλιταγωγό ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) πολεμικό πλοίο ειδικά διαμορφωμένο για τη μεταφορά στρατευμάτων
Μεταφράσεις
οπλιταγωγό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.