οπισθόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπισθόγραφος | η | οπισθόγραφη | το | οπισθόγραφο |
| γενική | του | οπισθόγραφου | της | οπισθόγραφης | του | οπισθόγραφου |
| αιτιατική | τον | οπισθόγραφο | την | οπισθόγραφη | το | οπισθόγραφο |
| κλητική | οπισθόγραφε | οπισθόγραφη | οπισθόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπισθόγραφοι | οι | οπισθόγραφες | τα | οπισθόγραφα |
| γενική | των | οπισθόγραφων | των | οπισθόγραφων | των | οπισθόγραφων |
| αιτιατική | τους | οπισθόγραφους | τις | οπισθόγραφες | τα | οπισθόγραφα |
| κλητική | οπισθόγραφοι | οπισθόγραφες | οπισθόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπισθόγραφος < οπισθογραφώ + -ος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οπισθογραφώ, όπισθεν, πίσω και γράφω
Μεταφράσεις
οπισθόγραφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.