οπισθόγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπισθόγραφος η οπισθόγραφη το οπισθόγραφο
      γενική του οπισθόγραφου της οπισθόγραφης του οπισθόγραφου
    αιτιατική τον οπισθόγραφο την οπισθόγραφη το οπισθόγραφο
     κλητική οπισθόγραφε οπισθόγραφη οπισθόγραφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπισθόγραφοι οι οπισθόγραφες τα οπισθόγραφα
      γενική των οπισθόγραφων των οπισθόγραφων των οπισθόγραφων
    αιτιατική τους οπισθόγραφους τις οπισθόγραφες τα οπισθόγραφα
     κλητική οπισθόγραφοι οπισθόγραφες οπισθόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οπισθόγραφος < οπισθογραφώ + -ος

Επίθετο

οπισθόγραφος, -η, -ο

  1. που έχει γραφτεί από το πίσω μέρος
  2. άλλη μορφή του οπισθογραφημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.