οπισθογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπισθογραφημένος | η | οπισθογραφημένη | το | οπισθογραφημένο |
| γενική | του | οπισθογραφημένου | της | οπισθογραφημένης | του | οπισθογραφημένου |
| αιτιατική | τον | οπισθογραφημένο | την | οπισθογραφημένη | το | οπισθογραφημένο |
| κλητική | οπισθογραφημένε | οπισθογραφημένη | οπισθογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπισθογραφημένοι | οι | οπισθογραφημένες | τα | οπισθογραφημένα |
| γενική | των | οπισθογραφημένων | των | οπισθογραφημένων | των | οπισθογραφημένων |
| αιτιατική | τους | οπισθογραφημένους | τις | οπισθογραφημένες | τα | οπισθογραφημένα |
| κλητική | οπισθογραφημένοι | οπισθογραφημένες | οπισθογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
οπισθογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.