οπισθοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οπισθοδρομώ < (ελληνιστική κοινή) ὀπισθοδρομέω / ὀπισθοδρομῶ < ὀπισθοδρόμος < αρχαία ελληνική ὄπισθεν + δρόμος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rétrograder)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ðɾoˈmo/
Ρήμα
οπισθοδρομώ
- (κυριολεκτικά) προχωρώ προς τα πίσω
- ≈ συνώνυμα: οπισθοχωρώ, (υποχωρώ)
- (μεταφορικά) παύω να προοδεύω και επιστρέφω σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης
Συγγενικά
- οπισθοδρόμηση
- οπισθοδρομικά
- οπισθοδρομικός
- οπισθοδρομικότητα
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν, πίσω και δρόμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οπισθοδρομώ | οπισθοδρομούσα | θα οπισθοδρομώ | να οπισθοδρομώ | οπισθοδρομώντας | |
| β' ενικ. | οπισθοδρομείς | οπισθοδρομούσες | θα οπισθοδρομείς | να οπισθοδρομείς | (οπισθοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | οπισθοδρομεί | οπισθοδρομούσε | θα οπισθοδρομεί | να οπισθοδρομεί | ||
| α' πληθ. | οπισθοδρομούμε | οπισθοδρομούσαμε | θα οπισθοδρομούμε | να οπισθοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | οπισθοδρομείτε | οπισθοδρομούσατε | θα οπισθοδρομείτε | να οπισθοδρομείτε | οπισθοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | οπισθοδρομούν(ε) | οπισθοδρομούσαν(ε) | θα οπισθοδρομούν(ε) | να οπισθοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οπισθοδρόμησα | θα οπισθοδρομήσω | να οπισθοδρομήσω | οπισθοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | οπισθοδρόμησες | θα οπισθοδρομήσεις | να οπισθοδρομήσεις | οπισθοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | οπισθοδρόμησε | θα οπισθοδρομήσει | να οπισθοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | οπισθοδρομήσαμε | θα οπισθοδρομήσουμε | να οπισθοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | οπισθοδρομήσατε | θα οπισθοδρομήσετε | να οπισθοδρομήσετε | οπισθοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | οπισθοδρόμησαν οπισθοδρομήσαν(ε) |
θα οπισθοδρομήσουν(ε) | να οπισθοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οπισθοδρομήσει | είχα οπισθοδρομήσει | θα έχω οπισθοδρομήσει | να έχω οπισθοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οπισθοδρομήσει | είχες οπισθοδρομήσει | θα έχεις οπισθοδρομήσει | να έχεις οπισθοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οπισθοδρομήσει | είχε οπισθοδρομήσει | θα έχει οπισθοδρομήσει | να έχει οπισθοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οπισθοδρομήσει | είχαμε οπισθοδρομήσει | θα έχουμε οπισθοδρομήσει | να έχουμε οπισθοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οπισθοδρομήσει | είχατε οπισθοδρομήσει | θα έχετε οπισθοδρομήσει | να έχετε οπισθοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οπισθοδρομήσει | είχαν οπισθοδρομήσει | θα έχουν οπισθοδρομήσει | να έχουν οπισθοδρομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.