οπισθογεμής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπισθογεμής | η | οπισθογεμής | το | οπισθογεμές |
| γενική | του | οπισθογεμούς* | της | οπισθογεμούς | του | οπισθογεμούς |
| αιτιατική | τον | οπισθογεμή | την | οπισθογεμή | το | οπισθογεμές |
| κλητική | οπισθογεμή(ς) | οπισθογεμής | οπισθογεμές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπισθογεμείς | οι | οπισθογεμείς | τα | οπισθογεμή |
| γενική | των | οπισθογεμών | των | οπισθογεμών | των | οπισθογεμών |
| αιτιατική | τους | οπισθογεμείς | τις | οπισθογεμείς | τα | οπισθογεμή |
| κλητική | οπισθογεμείς | οπισθογεμείς | οπισθογεμή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπισθογεμής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
οπισθογεμής -ής -ές
- για πυροβόλο όπλο που γεμίζει με πυρομαχικά με κάποιο μηχανισμό που βρίσκεται πίσω από την κάννη του
- (ουσιαστικοποιημένο), (μεταφορικά) ο ομοφυλόφιλος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
οπισθογεμής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.