οπερέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπερέτα | οι | οπερέτες |
| γενική | της | οπερέτας | — | |
| αιτιατική | την | οπερέτα | τις | οπερέτες |
| κλητική | οπερέτα | οπερέτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.peˈɾe.ta/
Ουσιαστικό
οπερέτα θηλυκό
- (μουσική) ελαφρό μουσικοθεατρικό είδος με (σατιρικούς) διαλόγους
- (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για ενέργειες ή ανθρώπους που δείχνουν ασόβαροι ή προσπαθούν να επιδειχθούν
Συγγενικά
-
οπερέτα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.