opera

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɒp.əɹ.ə/ & /ˈɒp.ɹə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɑ.pəɹ.ə/ & /ˈɑ.pɹə/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
opera operas

opera (en)



Δανικά (da)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

opera (da)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

opera < λατινική opera

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.pe.ra/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: òpera

Ουσιαστικό

opera (it) θηλυκό (πληθυντικός: opere)



Λετονικά (lv)

Ουσιαστικό

opera (lv) θηλυκό



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

opera (lt) θηλυκό



Ολλανδικά (nl)

Ουσιαστικό

opera (nl) αρσενικό



Νορβηγικά (no)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

opera (no) αρσενικό



Ουγγρικά (hu)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈopɛrɒ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: opera


Ουσιαστικό

opera (hu) (πληθυντικός: operák)



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔˈpɛ.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: opera

Ουσιαστικό

opera (pl) θηλυκό



Σερβοκροατικά (sh)

Ετυμολογία

opera < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera

Ουσιαστικό

opera (sr) θηλυκό



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

opera (sv)



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

opera < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوپرا, اوپره < ιταλική opera

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.pe.ɾa/

Ουσιαστικό

opera (tr) (πληθυντικός: operalar)



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

opera (cs) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.