οξυγονώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οξυγονώνω < οξυγόν(ο) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oxygéner[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ksi.ɣoˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐γο‐νώ‐νω
Ρήμα
οξυγονώνω, αόρ.: οξυγόνωσα, παθ.φωνή: οξυγονώνομαι, π.αόρ.: οξυγονώθηκα, μτχ.π.π.: οξυγονωμένος
- παρέχω οξυγόνο (αυξάνοντας την περιεκτικότητα ενός αερίου ή υγρού σε οξυγόνο)
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη οξυγόνο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οξυγονώνω | οξυγόνωνα | θα οξυγονώνω | να οξυγονώνω | οξυγονώνοντας | |
| β' ενικ. | οξυγονώνεις | οξυγόνωνες | θα οξυγονώνεις | να οξυγονώνεις | οξυγόνωνε | |
| γ' ενικ. | οξυγονώνει | οξυγόνωνε | θα οξυγονώνει | να οξυγονώνει | ||
| α' πληθ. | οξυγονώνουμε | οξυγονώναμε | θα οξυγονώνουμε | να οξυγονώνουμε | ||
| β' πληθ. | οξυγονώνετε | οξυγονώνατε | θα οξυγονώνετε | να οξυγονώνετε | οξυγονώνετε | |
| γ' πληθ. | οξυγονώνουν(ε) | οξυγόνωναν οξυγονώναν(ε) |
θα οξυγονώνουν(ε) | να οξυγονώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οξυγόνωσα | θα οξυγονώσω | να οξυγονώσω | οξυγονώσει | ||
| β' ενικ. | οξυγόνωσες | θα οξυγονώσεις | να οξυγονώσεις | οξυγόνωσε | ||
| γ' ενικ. | οξυγόνωσε | θα οξυγονώσει | να οξυγονώσει | |||
| α' πληθ. | οξυγονώσαμε | θα οξυγονώσουμε | να οξυγονώσουμε | |||
| β' πληθ. | οξυγονώσατε | θα οξυγονώσετε | να οξυγονώσετε | οξυγονώστε | ||
| γ' πληθ. | οξυγόνωσαν οξυγονώσαν(ε) |
θα οξυγονώσουν(ε) | να οξυγονώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οξυγονώσει | είχα οξυγονώσει | θα έχω οξυγονώσει | να έχω οξυγονώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οξυγονώσει | είχες οξυγονώσει | θα έχεις οξυγονώσει | να έχεις οξυγονώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οξυγονώσει | είχε οξυγονώσει | θα έχει οξυγονώσει | να έχει οξυγονώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οξυγονώσει | είχαμε οξυγονώσει | θα έχουμε οξυγονώσει | να έχουμε οξυγονώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οξυγονώσει | είχατε οξυγονώσει | θα έχετε οξυγονώσει | να έχετε οξυγονώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οξυγονώσει | είχαν οξυγονώσει | θα έχουν οξυγονώσει | να έχουν οξυγονώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οξυγονώνομαι | οξυγονωνόμουν(α) | θα οξυγονώνομαι | να οξυγονώνομαι | ||
| β' ενικ. | οξυγονώνεσαι | οξυγονωνόσουν(α) | θα οξυγονώνεσαι | να οξυγονώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | οξυγονώνεται | οξυγονωνόταν(ε) | θα οξυγονώνεται | να οξυγονώνεται | ||
| α' πληθ. | οξυγονωνόμαστε | οξυγονωνόμαστε οξυγονωνόμασταν |
θα οξυγονωνόμαστε | να οξυγονωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | οξυγονώνεστε | οξυγονωνόσαστε οξυγονωνόσασταν |
θα οξυγονώνεστε | να οξυγονώνεστε | (οξυγονώνεστε) | |
| γ' πληθ. | οξυγονώνονται | οξυγονώνονταν οξυγονωνόντουσαν |
θα οξυγονώνονται | να οξυγονώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οξυγονώθηκα | θα οξυγονωθώ | να οξυγονωθώ | οξυγονωθεί | ||
| β' ενικ. | οξυγονώθηκες | θα οξυγονωθείς | να οξυγονωθείς | οξυγονώσου | ||
| γ' ενικ. | οξυγονώθηκε | θα οξυγονωθεί | να οξυγονωθεί | |||
| α' πληθ. | οξυγονωθήκαμε | θα οξυγονωθούμε | να οξυγονωθούμε | |||
| β' πληθ. | οξυγονωθήκατε | θα οξυγονωθείτε | να οξυγονωθείτε | οξυγονωθείτε | ||
| γ' πληθ. | οξυγονώθηκαν οξυγονωθήκαν(ε) |
θα οξυγονωθούν(ε) | να οξυγονωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω οξυγονωθεί | είχα οξυγονωθεί | θα έχω οξυγονωθεί | να έχω οξυγονωθεί | οξυγονωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις οξυγονωθεί | είχες οξυγονωθεί | θα έχεις οξυγονωθεί | να έχεις οξυγονωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει οξυγονωθεί | είχε οξυγονωθεί | θα έχει οξυγονωθεί | να έχει οξυγονωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε οξυγονωθεί | είχαμε οξυγονωθεί | θα έχουμε οξυγονωθεί | να έχουμε οξυγονωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε οξυγονωθεί | είχατε οξυγονωθεί | θα έχετε οξυγονωθεί | να έχετε οξυγονωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν οξυγονωθεί | είχαν οξυγονωθεί | θα έχουν οξυγονωθεί | να έχουν οξυγονωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι οξυγονωμένος - είμαστε, είστε, είναι οξυγονωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν οξυγονωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν οξυγονωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι οξυγονωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι οξυγονωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι οξυγονωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι οξυγονωμένοι | |||||
Αναφορές
- οξυγονώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.