αποξυγόνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποξυγόνωση οι αποξυγονώσεις
      γενική της αποξυγόνωσης* των αποξυγονώσεων
    αιτιατική την αποξυγόνωση τις αποξυγονώσεις
     κλητική αποξυγόνωση αποξυγονώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξυγονώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποξυγόνωση < αποξυγονώνω + -ση

Ουσιαστικό

αποξυγόνωση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.