οξυγονωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οξυγονωτήρας οι οξυγονωτήρες
      γενική του οξυγονωτήρα των οξυγονωτήρων
    αιτιατική τον οξυγονωτήρα τους οξυγονωτήρες
     κλητική οξυγονωτήρα οξυγονωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξυγονωτήρας < οξυγονώνω + -τήρας

Ουσιαστικό

οξυγονωτήρας[1] αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. οξυγονωτήρας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.