οξυγονωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οξυγονωτήρας | οι | οξυγονωτήρες |
| γενική | του | οξυγονωτήρα | των | οξυγονωτήρων |
| αιτιατική | τον | οξυγονωτήρα | τους | οξυγονωτήρες |
| κλητική | οξυγονωτήρα | οξυγονωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
οξυγονωτήρας
|
- οξυγονωτήρας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.