οξυγονωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οξυγονωτής οι οξυγονωτές
      γενική του οξυγονωτή των οξυγονωτών
    αιτιατική τον οξυγονωτή τους οξυγονωτές
     κλητική οξυγονωτή οξυγονωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξυγονωτής < οξυγονώνω + -τής

Ουσιαστικό

οξυγονωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.