ὀνειροκρίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὀνειροκρίτης | οἱ | ὀνειροκρίται |
| γενική | τοῦ | ὀνειροκρίτου | τῶν | ὀνειροκριτῶν |
| δοτική | τῷ | ὀνειροκρίτῃ | τοῖς | ὀνειροκρίταις |
| αιτιατική | τὸν | ὀνειροκρίτην | τοὺς | ὀνειροκρίτᾱς |
| κλητική ὦ! | ὀνειροκρίτᾰ | ὀνειροκρίται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνειροκρίτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειροκρίταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ὀνειροκρίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνειροκρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.