ομογάστριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομογάστριος η ομογάστρια το ομογάστριο
      γενική του ομογάστριου της ομογάστριας του ομογάστριου
    αιτιατική τον ομογάστριο την ομογάστρια το ομογάστριο
     κλητική ομογάστριε ομογάστρια ομογάστριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομογάστριοι οι ομογάστριες τα ομογάστρια
      γενική των ομογάστριων των ομογάστριων των ομογάστριων
    αιτιατική τους ομογάστριους τις ομογάστριες τα ομογάστρια
     κλητική ομογάστριοι ομογάστριες ομογάστρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομογάστριος < αρχαία ελληνική ὁμογάστριος < ὁμός + γαστήρ

Επίθετο

ομογάστριος, -α, -ο

  • που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.