ομολογιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ομολογιούχος οι ομολογιούχοι
      γενική του/της ομολογιούχου των ομολογιούχων
    αιτιατική τον/την ομολογιούχο τους/τις ομολογιούχους
     κλητική ομολογιούχε ομολογιούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομολογιούχος < ομολογ(ία) + -ούχος

Ουσιαστικό

ομολογιούχος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.