θερμοκρασιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοκρασιακός η θερμοκρασιακή το θερμοκρασιακό
      γενική του θερμοκρασιακού της θερμοκρασιακής του θερμοκρασιακού
    αιτιατική τον θερμοκρασιακό τη θερμοκρασιακή το θερμοκρασιακό
     κλητική θερμοκρασιακέ θερμοκρασιακή θερμοκρασιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοκρασιακοί οι θερμοκρασιακές τα θερμοκρασιακά
      γενική των θερμοκρασιακών των θερμοκρασιακών των θερμοκρασιακών
    αιτιατική τους θερμοκρασιακούς τις θερμοκρασιακές τα θερμοκρασιακά
     κλητική θερμοκρασιακοί θερμοκρασιακές θερμοκρασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμοκρασιακός < θερμοκρασία + -ακός

Επίθετο

θερμοκρασιακός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στη θερμοκρασία
    θερμοκρασιακή αναστροφή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.