ὁμογάλακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁμογάλακτος | τὸ | ὁμογάλακτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὁμογαλάκτου | τοῦ | ὁμογαλάκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὁμογαλάκτῳ | τῷ | ὁμογαλάκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁμογάλακτον | τὸ | ὁμογάλακτον | ||
| κλητική ὦ! | ὁμογάλακτε | ὁμογάλακτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὁμογάλακτοι | τὰ | ὁμογάλακτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὁμογαλάκτων | τῶν | ὁμογαλάκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὁμογαλάκτοις | τοῖς | ὁμογαλάκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὁμογαλάκτους | τὰ | ὁμογάλακτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὁμογάλακτοι | ὁμογάλακτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμογαλάκτω | τὼ | ὁμογαλάκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁμογαλάκτοιν | τοῖν | ὁμογαλάκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὁμογάλακτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἱ ὁμογάλακτες, αρσενικό, πληθυντικός του *ὁμογάλαξ. Συγχρονικά αναλύεται σε ὁμο- + (γάλα) γαλᾰκτ- + -ος
Επίθετο
ὁμογάλακτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή , οικογένεια) ομογάλακτα αδέρφια (αδερφοί ή αδερφές)
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Λόγγος, Δάφνις καὶ Χλόη, 4.9.3@scaife.perseus
- τιμώμενος ὡς ὁμογάλακτος
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Λόγγος, Δάφνις καὶ Χλόη, 4.9.3@scaife.perseus
Πηγές
- ὁμογάλακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.