burst
Αγγλικά (en)
Συγγενικά
- burstily
- burstiness
- bursty
Ρήμα
| ενεστώτας | burst |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bursts |
| αόριστος | burst |
| παθητική μετοχή | burst |
| ενεργητική μετοχή | bursting |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
burst (en)
- εκρήγνυμαι, σκάω
- (μεταφορικά) σκάω
- ↪ I burst from so much food - Έσκασα/σκάω από το πολύ φαΐ
Παράγωγα
Αναφορές
- «ριπή» από αναζήτηση «burst» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.