ομαδοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομαδοποιημένος η ομαδοποιημένη το ομαδοποιημένο
      γενική του ομαδοποιημένου της ομαδοποιημένης του ομαδοποιημένου
    αιτιατική τον ομαδοποιημένο την ομαδοποιημένη το ομαδοποιημένο
     κλητική ομαδοποιημένε ομαδοποιημένη ομαδοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομαδοποιημένοι οι ομαδοποιημένες τα ομαδοποιημένα
      γενική των ομαδοποιημένων των ομαδοποιημένων των ομαδοποιημένων
    αιτιατική τους ομαδοποιημένους τις ομαδοποιημένες τα ομαδοποιημένα
     κλητική ομαδοποιημένοι ομαδοποιημένες ομαδοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομαδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαδοποιώ

Μετοχή

ομαδοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.