ομαδοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- ομαδοποιημένος
- ομαδοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ομάδα και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομαδοποιώ | ομαδοποιούσα | θα ομαδοποιώ | να ομαδοποιώ | ομαδοποιώντας | |
| β' ενικ. | ομαδοποιείς | ομαδοποιούσες | θα ομαδοποιείς | να ομαδοποιείς | (ομαδοποίει) | |
| γ' ενικ. | ομαδοποιεί | ομαδοποιούσε | θα ομαδοποιεί | να ομαδοποιεί | ||
| α' πληθ. | ομαδοποιούμε | ομαδοποιούσαμε | θα ομαδοποιούμε | να ομαδοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ομαδοποιείτε | ομαδοποιούσατε | θα ομαδοποιείτε | να ομαδοποιείτε | ομαδοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ομαδοποιούν(ε) | ομαδοποιούσαν(ε) | θα ομαδοποιούν(ε) | να ομαδοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ομαδοποίησα | θα ομαδοποιήσω | να ομαδοποιήσω | ομαδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ομαδοποίησες | θα ομαδοποιήσεις | να ομαδοποιήσεις | ομαδοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ομαδοποίησε | θα ομαδοποιήσει | να ομαδοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ομαδοποιήσαμε | θα ομαδοποιήσουμε | να ομαδοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ομαδοποιήσατε | θα ομαδοποιήσετε | να ομαδοποιήσετε | ομαδοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ομαδοποίησαν ομαδοποιήσαν(ε) |
θα ομαδοποιήσουν(ε) | να ομαδοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ομαδοποιήσει | είχα ομαδοποιήσει | θα έχω ομαδοποιήσει | να έχω ομαδοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ομαδοποιήσει | είχες ομαδοποιήσει | θα έχεις ομαδοποιήσει | να έχεις ομαδοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ομαδοποιήσει | είχε ομαδοποιήσει | θα έχει ομαδοποιήσει | να έχει ομαδοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ομαδοποιήσει | είχαμε ομαδοποιήσει | θα έχουμε ομαδοποιήσει | να έχουμε ομαδοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ομαδοποιήσει | είχατε ομαδοποιήσει | θα έχετε ομαδοποιήσει | να έχετε ομαδοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ομαδοποιήσει | είχαν ομαδοποιήσει | θα έχουν ομαδοποιήσει | να έχουν ομαδοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.