ολοφυρμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολοφυρμός οι ολοφυρμοί
      γενική του ολοφυρμού των ολοφυρμών
    αιτιατική τον ολοφυρμό τους ολοφυρμούς
     κλητική ολοφυρμέ ολοφυρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολοφυρμός < αρχαία ελληνική ὀλοφυρμός < ὀλοφύρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *olbʰ- + -ύρομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /o.lo.fiɾˈmos/

Ουσιαστικό

ολοφυρμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.